Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἄλφιτον
ἄλφοι
ἀλωή
ἁλώμεναι
ἅμα
ἄμαθος
ἀμαθύνω
ἀμαιμάκετος
ἀμαλδύνω
ἀμαλλοδετήρ
ἀμαλός
ἄμαξα
ἀμαξιτός
ἀμάρη
ἁμαρτάνω
ἁμαρτῇ
ἁμαρτοεπής
ἁματροχιή
ἀμαυρός
ἀμαχητί
ἀμάω1
View word page
ἀμαλός
-ή.
ShortDef
soft, weak, feeble
Debugging
Headword:
ἀμαλός
Headword (normalized):
ἀμαλός
Headword (normalized/stripped):
αμαλος
IDX:
532
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.533
Key:
Data
{'content': '<p>-ή.</p>'}