Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
καταρρέζω
καταρρέω
κατάρχω
κατασβέννυμι
κατασεύω
κατασκιάω
καταστῆσαι
καταστορέννυμι
καταστυγέω
κατάσχῃ
κατατεθναίη
κατατεθνήκασι
κατατεθνηῶτος
κατατήκω
κατατίθημι
κατατρύχω
κατέπεφνον
καταφέρω
καταφθίω
καταφλέγω
καταφυλαδόν
View word page
κατατεθναίη
3 sing. pf. opt. καταθνῄσκω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κατατεθναίη
Headword (normalized):
κατατεθναίη
Headword (normalized/stripped):
κατατεθναιη
IDX:
5328
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5329
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. pf. opt. καταθνῄσκω.</p>'}