Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

καταριγηλός
καταρρέζω
καταρρέω
κατάρχω
κατασβέννυμι
κατασεύω
κατασκιάω
καταστῆσαι
καταστορέννυμι
καταστυγέω
κατάσχῃ
κατατεθναίη
κατατεθνήκασι
κατατεθνηῶτος
κατατήκω
κατατίθημι
κατατρύχω
κατέπεφνον
καταφέρω
καταφθίω
καταφλέγω
View word page
κατάσχῃ

3 sing. aor. subj. κατέχω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατάσχῃ
Headword (normalized):
κατάσχῃ
Headword (normalized/stripped):
κατασχη
IDX:
5327
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5328
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. subj. κατέχω.</p>'}