Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
καταπτήσσω
καταπτώσσω
καταπύθω
καταράομαι
καταριγηλός
καταρρέζω
καταρρέω
κατάρχω
κατασβέννυμι
κατασεύω
κατασκιάω
καταστῆσαι
καταστορέννυμι
καταστυγέω
κατάσχῃ
κατατεθναίη
κατατεθνήκασι
κατατεθνηῶτος
κατατήκω
κατατίθημι
κατατρύχω
View word page
κατασκιάω
[κατα- 5.]
To cast a shadow over, overshadow : ὄζοι κατεσκίαον χάρυβδιν Od. 12.436.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κατασκιάω
Headword (normalized):
κατασκιάω
Headword (normalized/stripped):
κατασκιαω
IDX:
5323
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5324
Key:
Data
{'content': '<p>[κατα- 5.]</p> <p>To cast a shadow over, overshadow : ὄζοι κατεσκίαον χάρυβδιν Od. 12.436.</p>'}