Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
καταπρηνής
καταπτήσσω
καταπτώσσω
καταπύθω
καταράομαι
καταριγηλός
καταρρέζω
καταρρέω
κατάρχω
κατασβέννυμι
κατασεύω
κατασκιάω
καταστῆσαι
καταστορέννυμι
καταστυγέω
κατάσχῃ
κατατεθναίη
κατατεθνήκασι
κατατεθνηῶτος
κατατήκω
κατατίθημι
View word page
κατασεύω
[κατα- 1.]
3 sing. aor. mid. κατέσσυτο.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κατασεύω
Headword (normalized):
κατασεύω
Headword (normalized/stripped):
κατασευω
IDX:
5322
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5323
Key:
Data
{'content': '<p>[κατα- 1.]</p> <p>3 sing. aor. mid. κατέσσυτο.</p>'}