Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

καταπλήσσω
καταπρηνής
καταπτήσσω
καταπτώσσω
καταπύθω
καταράομαι
καταριγηλός
καταρρέζω
καταρρέω
κατάρχω
κατασβέννυμι
κατασεύω
κατασκιάω
καταστῆσαι
καταστορέννυμι
καταστυγέω
κατάσχῃ
κατατεθναίη
κατατεθνήκασι
κατατεθνηῶτος
κατατήκω
View word page
κατασβέννυμι

[κατα- 5.]

3 sing. aor. κατέσβεσε.

ShortDef

to put out, quench

Debugging

Headword:
κατασβέννυμι
Headword (normalized):
κατασβέννυμι
Headword (normalized/stripped):
κατασβεννυμι
IDX:
5321
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5322
Key:

Data

{'content': '<p>[κατα- 5.]</p> <p>3 sing. aor. κατέσβεσε.</p>'}