Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

καταπλέω
καταπλήσσω
καταπρηνής
καταπτήσσω
καταπτώσσω
καταπύθω
καταράομαι
καταριγηλός
καταρρέζω
καταρρέω
κατάρχω
κατασβέννυμι
κατασεύω
κατασκιάω
καταστῆσαι
καταστορέννυμι
καταστυγέω
κατάσχῃ
κατατεθναίη
κατατεθνήκασι
κατατεθνηῶτος
View word page
κατάρχω

[κατ-, κατα- 5.]

In mid., as a word of ritual, to take up and hold in readiness (sacrificial materials) (cf.ἄρχω 1..b) : χέρνιβά τʼ οὐλοχύτας τε κατάρχετο Od. 3.445.

ShortDef

to make beginning of

Debugging

Headword:
κατάρχω
Headword (normalized):
κατάρχω
Headword (normalized/stripped):
καταρχω
IDX:
5320
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5321
Key:

Data

{'content': '<p>[κατ-, κατα- 5.]</p> <p>In mid., as a word of ritual, to take up and hold in readiness (sacrificial materials) (cf.ἄρχω 1..b) : χέρνιβά τʼ οὐλοχύτας τε κατάρχετο Od. 3.445.</p>'}