Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

καταπίπτω
καταπλέω
καταπλήσσω
καταπρηνής
καταπτήσσω
καταπτώσσω
καταπύθω
καταράομαι
καταριγηλός
καταρρέζω
καταρρέω
κατάρχω
κατασβέννυμι
κατασεύω
κατασκιάω
καταστῆσαι
καταστορέννυμι
καταστυγέω
κατάσχῃ
κατατεθναίη
κατατεθνήκασι
View word page
καταρρέω

[κατα- 1 + (σ)ρέ(ϝ)ω.]

ShortDef

to flow down

Debugging

Headword:
καταρρέω
Headword (normalized):
καταρρέω
Headword (normalized/stripped):
καταρρεω
IDX:
5319
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5320
Key:

Data

{'content': '<p>[κατα- 1 + (σ)ρέ(ϝ)ω.]</p>'}