Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
καταπέσσω
καταπέφνῃ
καταπήγνυμι
καταπίπτω
καταπλέω
καταπλήσσω
καταπρηνής
καταπτήσσω
καταπτώσσω
καταπύθω
καταράομαι
καταριγηλός
καταρρέζω
καταρρέω
κατάρχω
κατασβέννυμι
κατασεύω
κατασκιάω
καταστῆσαι
καταστορέννυμι
καταστυγέω
View word page
καταράομαι
[κατ-, κατα- 1.]
ShortDef
to call down curses upon, imprecate upon
Debugging
Headword:
καταράομαι
Headword (normalized):
καταράομαι
Headword (normalized/stripped):
καταραομαι
IDX:
5316
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5317
Key:
Data
{'content': '<p>[κατ-, κατα- 1.]</p>'}