Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
καταπαύω
καταπέσσω
καταπέφνῃ
καταπήγνυμι
καταπίπτω
καταπλέω
καταπλήσσω
καταπρηνής
καταπτήσσω
καταπτώσσω
καταπύθω
καταράομαι
καταριγηλός
καταρρέζω
καταρρέω
κατάρχω
κατασβέννυμι
κατασεύω
κατασκιάω
καταστῆσαι
καταστορέννυμι
View word page
καταπύθω
[κατα- 5.]
In pass., to rot, decay : οὐ καταπύθεται ὄμβρῳ Il. 23.328.
ShortDef
to make rotten
Debugging
Headword:
καταπύθω
Headword (normalized):
καταπύθω
Headword (normalized/stripped):
καταπυθω
IDX:
5315
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5316
Key:
Data
{'content': '<p>[κατα- 5.]</p> <p>In pass., to rot, decay : οὐ καταπύθεται ὄμβρῳ Il. 23.328.</p>'}