Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

καταξέμεν
κατάπαυμα
καταπαύω
καταπέσσω
καταπέφνῃ
καταπήγνυμι
καταπίπτω
καταπλέω
καταπλήσσω
καταπρηνής
καταπτήσσω
καταπτώσσω
καταπύθω
καταράομαι
καταριγηλός
καταρρέζω
καταρρέω
κατάρχω
κατασβέννυμι
κατασεύω
κατασκιάω
View word page
καταπτήσσω

[κατα- 1.]

Aor. pple. καταπτήξας Il. 22.191.

3 dual aor. καταπτήτην Il. 8.136.

To crouch down or cower in fear. Of horses : ὑπʼ ὄχεσφιν Il. 8.136.

Of a fawn : ὑπὸ θάμνῳ Il. 22.191.

ShortDef

to crouch down, to lie crouching

Debugging

Headword:
καταπτήσσω
Headword (normalized):
καταπτήσσω
Headword (normalized/stripped):
καταπτησσω
IDX:
5313
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5314
Key:

Data

{'content': '<p>[κατα- 1.]</p> <p>Aor. pple. καταπτήξας Il. 22.191.</p> <p>3 dual aor. καταπτήτην Il. 8.136.</p> <p>To crouch down or cower in fear. Of horses : ὑπʼ ὄχεσφιν Il. 8.136.</p> <p>Of a fawn : ὑπὸ θάμνῳ Il. 22.191.</p>'}