Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

καταντικρύ
κατάνω
καταξέμεν
κατάπαυμα
καταπαύω
καταπέσσω
καταπέφνῃ
καταπήγνυμι
καταπίπτω
καταπλέω
καταπλήσσω
καταπρηνής
καταπτήσσω
καταπτώσσω
καταπύθω
καταράομαι
καταριγηλός
καταρρέζω
καταρρέω
κατάρχω
κατασβέννυμι
View word page
καταπλήσσω

[κατα- 5.]

3 sing. aor. pass. κατεπλήγη.

ShortDef

to strike down

Debugging

Headword:
καταπλήσσω
Headword (normalized):
καταπλήσσω
Headword (normalized/stripped):
καταπλησσω
IDX:
5311
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5312
Key:

Data

{'content': '<p>[κατα- 5.]</p> <p>3 sing. aor. pass. κατεπλήγη.</p>'}