Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

καταμύσσω
κατανεύω
κάταντα
καταντικρύ
κατάνω
καταξέμεν
κατάπαυμα
καταπαύω
καταπέσσω
καταπέφνῃ
καταπήγνυμι
καταπίπτω
καταπλέω
καταπλήσσω
καταπρηνής
καταπτήσσω
καταπτώσσω
καταπύθω
καταράομαι
καταριγηλός
καταρρέζω
View word page
καταπήγνυμι

[κατα- 5.]

3 sing. aor. κατέπηξε Il. 7.213, Il. 9.350.

3 pl. -αν Il. 6.441.

3 sing. aor. pass. κατέπηκτο Il. 11.378.

To fix, stick, plant : ἔγχος ἐπὶ χθονί Il. 7.213. Cf. Il. 6.441, Il. 9.350.

In pass. of an arrow entering the earth : ἰὸς ἐν γαίῃ κατέπηκτο Il. 11.378.

ShortDef

to stick fast in the ground, plant firmly

Debugging

Headword:
καταπήγνυμι
Headword (normalized):
καταπήγνυμι
Headword (normalized/stripped):
καταπηγνυμι
IDX:
5308
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5309
Key:

Data

{'content': '<p>[κατα- 5.]</p> <p>3 sing. aor. κατέπηξε Il. 7.213, Il. 9.350.</p> <p>3 pl. -αν Il. 6.441.</p> <p>3 sing. aor. pass. κατέπηκτο Il. 11.378.</p> <p>To fix, stick, plant : ἔγχος ἐπὶ χθονί Il. 7.213. Cf. Il. 6.441, Il. 9.350.</p> <p>In pass. of an arrow entering the earth : ἰὸς ἐν γαίῃ κατέπηκτο Il. 11.378.</p>'}