Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
καταμάω
καταμύσσω
κατανεύω
κάταντα
καταντικρύ
κατάνω
καταξέμεν
κατάπαυμα
καταπαύω
καταπέσσω
καταπέφνῃ
καταπήγνυμι
καταπίπτω
καταπλέω
καταπλήσσω
καταπρηνής
καταπτήσσω
καταπτώσσω
καταπύθω
καταράομαι
καταριγηλός
View word page
καταπέφνῃ
3 sing. aor. subj. καταφένω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
καταπέφνῃ
Headword (normalized):
καταπέφνῃ
Headword (normalized/stripped):
καταπεφνη
IDX:
5307
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5308
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. subj. καταφένω.</p>'}