Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
καταμάρπτω
καταμάω
καταμύσσω
κατανεύω
κάταντα
καταντικρύ
κατάνω
καταξέμεν
κατάπαυμα
καταπαύω
καταπέσσω
καταπέφνῃ
καταπήγνυμι
καταπίπτω
καταπλέω
καταπλήσσω
καταπρηνής
καταπτήσσω
καταπτώσσω
καταπύθω
καταράομαι
View word page
καταπέσσω
[κατα- 1.]
3 sing. aor. subj. καταπέψῃ.
ShortDef
to boil down, to digest food
Debugging
Headword:
καταπέσσω
Headword (normalized):
καταπέσσω
Headword (normalized/stripped):
καταπεσσω
IDX:
5306
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5307
Key:
Data
{'content': '<p>[κατα- 1.]</p> <p>3 sing. aor. subj. καταπέψῃ.</p>'}