Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
καταλέγω2
καταλείβω
καταλείπω
καταλέχθαι
καταλήθω
καταλοφάδεια
καταλύω
καταμάρπτω
καταμάω
καταμύσσω
κατανεύω
κάταντα
καταντικρύ
κατάνω
καταξέμεν
κατάπαυμα
καταπαύω
καταπέσσω
καταπέφνῃ
καταπήγνυμι
καταπίπτω
View word page
κατανεύω
[κατα- 1.]
Fut. in mid. form κατανεύσομαι Il. 1.524.
Contr. aor. pple. καννεύσας Od. 15.464.
ShortDef
to nod assent
Debugging
Headword:
κατανεύω
Headword (normalized):
κατανεύω
Headword (normalized/stripped):
κατανευω
IDX:
5299
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5300
Key:
Data
{'content': '<p>[κατα- 1.]</p> <p>Fut. in mid. form κατανεύσομαι Il. 1.524.</p> <p>Contr. aor. pple. καννεύσας Od. 15.464.</p>'}