Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀλφάνω
ἀλφεσίβοιος
ἀλφηστής
ἄλφιτον
ἄλφοι
ἀλωή
ἁλώμεναι
ἅμα
ἄμαθος
ἀμαθύνω
ἀμαιμάκετος
ἀμαλδύνω
ἀμαλλοδετήρ
ἀμαλός
ἄμαξα
ἀμαξιτός
ἀμάρη
ἁμαρτάνω
ἁμαρτῇ
ἁμαρτοεπής
ἁματροχιή
View word page
ἀμαιμάκετος

-η, -ον

[perh. redup. fr. μακ-, μακρός.]

ShortDef

irresistible

Debugging

Headword:
ἀμαιμάκετος
Headword (normalized):
ἀμαιμάκετος
Headword (normalized/stripped):
αμαιμακετος
IDX:
529
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.530
Key:

Data

{'content': '<p>-η, -ον</p> <p>[perh. redup. fr. μακ-, μακρός.]</p>'}