Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
κατακύπτω
καταλέγω1
καταλέγω2
καταλείβω
καταλείπω
καταλέχθαι
καταλήθω
καταλοφάδεια
καταλύω
καταμάρπτω
καταμάω
καταμύσσω
κατανεύω
κάταντα
καταντικρύ
κατάνω
καταξέμεν
κατάπαυμα
καταπαύω
καταπέσσω
καταπέφνῃ
View word page
καταμάω
[κατ-, κατα- 5 + ἀμάω2.]
To gather or scrape up.
In mid. : κόπρον καταμήσατο Il. 24.165.
ShortDef
to scrape over, pile up, heap up
Debugging
Headword:
καταμάω
Headword (normalized):
καταμάω
Headword (normalized/stripped):
καταμαω
IDX:
5297
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5298
Key:
Data
{'content': '<p>[κατ-, κατα- 5 + ἀμάω2.]</p> <p>To gather or scrape up.</p> <p>In mid. : κόπρον καταμήσατο Il. 24.165.</p>'}