Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κατακτείνω
κατακύπτω
καταλέγω1
καταλέγω2
καταλείβω
καταλείπω
καταλέχθαι
καταλήθω
καταλοφάδεια
καταλύω
καταμάρπτω
καταμάω
καταμύσσω
κατανεύω
κάταντα
καταντικρύ
κατάνω
καταξέμεν
κατάπαυμα
καταπαύω
καταπέσσω
View word page
καταμάρπτω

[κατα- 5.]

To make up upon (a person), catch (him) up Il. 7.364.

To make up upon, catch (a fleeing foe) Il. 5.65, Il. 16.598.

ShortDef

to catch

Debugging

Headword:
καταμάρπτω
Headword (normalized):
καταμάρπτω
Headword (normalized/stripped):
καταμαρπτω
IDX:
5296
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5297
Key:

Data

{'content': '<p>[κατα- 5.]</p> <p>To make up upon (a person), catch (him) up Il. 7.364.</p> <p>To make up upon, catch (a fleeing foe) Il. 5.65, Il. 16.598.</p>'}