Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κατακρύπτω
κατακτείνω
κατακύπτω
καταλέγω1
καταλέγω2
καταλείβω
καταλείπω
καταλέχθαι
καταλήθω
καταλοφάδεια
καταλύω
καταμάρπτω
καταμάω
καταμύσσω
κατανεύω
κάταντα
καταντικρύ
κατάνω
καταξέμεν
κατάπαυμα
καταπαύω
View word page
καταλύω

[κατα- 5.]

ShortDef

to put down, destroy; settle (disputes); lodge, rest

Debugging

Headword:
καταλύω
Headword (normalized):
καταλύω
Headword (normalized/stripped):
καταλυω
IDX:
5295
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5296
Key:

Data

{'content': '<p>[κατα- 5.]</p>'}