Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κατακρῆθεν
κατακρύπτω
κατακτείνω
κατακύπτω
καταλέγω1
καταλέγω2
καταλείβω
καταλείπω
καταλέχθαι
καταλήθω
καταλοφάδεια
καταλύω
καταμάρπτω
καταμάω
καταμύσσω
κατανεύω
κάταντα
καταντικρύ
κατάνω
καταξέμεν
κατάπαυμα
View word page
καταλοφάδεια

[an acc. pl. neut., used adverbially, formed fr. κατα- 3 + λόφος.]

ShortDef

on the neck

Debugging

Headword:
καταλοφάδεια
Headword (normalized):
καταλοφάδεια
Headword (normalized/stripped):
καταλοφαδεια
IDX:
5294
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5295
Key:

Data

{'content': '<p>[an acc. pl. neut., used adverbially, formed fr. κατα- 3 + λόφος.]</p>'}