Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κατακοσμέω
κατακρῆθεν
κατακρύπτω
κατακτείνω
κατακύπτω
καταλέγω1
καταλέγω2
καταλείβω
καταλείπω
καταλέχθαι
καταλήθω
καταλοφάδεια
καταλύω
καταμάρπτω
καταμάω
καταμύσσω
κατανεύω
κάταντα
καταντικρύ
κατάνω
καταξέμεν
View word page
καταλήθω

[κατα- 5.]

In mid., with genit., to forget, cease to think of : θανόντων Il. 22.389.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταλήθω
Headword (normalized):
καταλήθω
Headword (normalized/stripped):
καταληθω
IDX:
5293
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5294
Key:

Data

{'content': '<p>[κατα- 5.]</p> <p>In mid., with genit., to forget, cease to think of : θανόντων Il. 22.389.</p>'}