Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
κατακοιμάω
κατακοσμέω
κατακρῆθεν
κατακρύπτω
κατακτείνω
κατακύπτω
καταλέγω1
καταλέγω2
καταλείβω
καταλείπω
καταλέχθαι
καταλήθω
καταλοφάδεια
καταλύω
καταμάρπτω
καταμάω
καταμύσσω
κατανεύω
κάταντα
καταντικρύ
κατάνω
View word page
καταλέχθαι
aor. infin. mid. καταλέγω1.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
καταλέχθαι
Headword (normalized):
καταλέχθαι
Headword (normalized/stripped):
καταλεχθαι
IDX:
5292
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5293
Key:
Data
{'content': '<p>aor. infin. mid. καταλέγω1.</p>'}