Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀλύω
ἀλφάνω
ἀλφεσίβοιος
ἀλφηστής
ἄλφιτον
ἄλφοι
ἀλωή
ἁλώμεναι
ἅμα
ἄμαθος
ἀμαθύνω
ἀμαιμάκετος
ἀμαλδύνω
ἀμαλλοδετήρ
ἀμαλός
ἄμαξα
ἀμαξιτός
ἀμάρη
ἁμαρτάνω
ἁμαρτῇ
ἁμαρτοεπής
View word page
ἀμαθύνω
[ἄμαθος.]
ShortDef
to level with the sand, utterly destroy
Debugging
Headword:
ἀμαθύνω
Headword (normalized):
ἀμαθύνω
Headword (normalized/stripped):
αμαθυνω
IDX:
528
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.529
Key:
Data
{'content': '<p>[ἄμαθος.]</p>'}