Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

καταΐσχω
καταῖτυξ
κατακαίριος
κατακαίω
κατάκειμαι
κατακείρω
κατακείω
κατακῆαι
κατακλάω
κατακλίνω
κατακοιμάω
κατακοσμέω
κατακρῆθεν
κατακρύπτω
κατακτείνω
κατακύπτω
καταλέγω1
καταλέγω2
καταλείβω
καταλείπω
καταλέχθαι
View word page
κατακοιμάω

[κατα- 5.]

In pass., to lay oneself down to sleep, go to sleep : παρʼ ἄμμι μένων κατακοιμηθήτω Il. 9.427. Cf. Il. 2.355, Il. 11.731.

ShortDef

to sleep through

Debugging

Headword:
κατακοιμάω
Headword (normalized):
κατακοιμάω
Headword (normalized/stripped):
κατακοιμαω
IDX:
5282
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5283
Key:

Data

{'content': '<p>[κατα- 5.]</p> <p>In pass., to lay oneself down to sleep, go to sleep : παρʼ ἄμμι μένων κατακοιμηθήτω Il. 9.427. Cf. Il. 2.355, Il. 11.731.</p>'}