Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

καταισχύνω
καταΐσχω
καταῖτυξ
κατακαίριος
κατακαίω
κατάκειμαι
κατακείρω
κατακείω
κατακῆαι
κατακλάω
κατακλίνω
κατακοιμάω
κατακοσμέω
κατακρῆθεν
κατακρύπτω
κατακτείνω
κατακύπτω
καταλέγω1
καταλέγω2
καταλείβω
καταλείπω
View word page
κατακλίνω

[κατα- 1.]

Aor. pple. κατακλίνας.

ShortDef

to lay down

Debugging

Headword:
κατακλίνω
Headword (normalized):
κατακλίνω
Headword (normalized/stripped):
κατακλινω
IDX:
5281
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5282
Key:

Data

{'content': '<p>[κατα- 1.]</p> <p>Aor. pple. κατακλίνας.</p>'}