Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
καταιβατός
καταικίζω
καταισχύνω
καταΐσχω
καταῖτυξ
κατακαίριος
κατακαίω
κατάκειμαι
κατακείρω
κατακείω
κατακῆαι
κατακλάω
κατακλίνω
κατακοιμάω
κατακοσμέω
κατακρῆθεν
κατακρύπτω
κατακτείνω
κατακύπτω
καταλέγω1
καταλέγω2
View word page
κατακῆαι
aor. infin. κατακαίω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κατακῆαι
Headword (normalized):
κατακῆαι
Headword (normalized/stripped):
κατακηαι
IDX:
5279
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5280
Key:
Data
{'content': '<p>aor. infin. κατακαίω.</p>'}