Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

καταθνητός
καταθύμιος
καταιβατός
καταικίζω
καταισχύνω
καταΐσχω
καταῖτυξ
κατακαίριος
κατακαίω
κατάκειμαι
κατακείρω
κατακείω
κατακῆαι
κατακλάω
κατακλίνω
κατακοιμάω
κατακοσμέω
κατακρῆθεν
κατακρύπτω
κατακτείνω
κατακύπτω
View word page
κατακείρω

[κατα- 5.]

3 pl. aor. κατέκειραν Od. 23.356.

To ravage, pillage: οἷκον Od. 22.36.

To seize upon, make away with, consume : βίοτον πολλόν Od. 4.686, μῆλα Od. 23.356.

ShortDef

to shear off

Debugging

Headword:
κατακείρω
Headword (normalized):
κατακείρω
Headword (normalized/stripped):
κατακειρω
IDX:
5277
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5278
Key:

Data

{'content': '<p>[κατα- 5.]</p> <p>3 pl. aor. κατέκειραν Od. 23.356.</p> <p>To ravage, pillage: οἷκον Od. 22.36.</p> <p>To seize upon, make away with, consume : βίοτον πολλόν Od. 4.686, μῆλα Od. 23.356.</p>'}