Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
καταθνῄσκω
καταθνητός
καταθύμιος
καταιβατός
καταικίζω
καταισχύνω
καταΐσχω
καταῖτυξ
κατακαίριος
κατακαίω
κατάκειμαι
κατακείρω
κατακείω
κατακῆαι
κατακλάω
κατακλίνω
κατακοιμάω
κατακοσμέω
κατακρῆθεν
κατακρύπτω
κατακτείνω
View word page
κατάκειμαι
[κατα- 1.]
3 pl. κατακείαται Il. 24.527.
ShortDef
to lie down, lie outstretched
Debugging
Headword:
κατάκειμαι
Headword (normalized):
κατάκειμαι
Headword (normalized/stripped):
κατακειμαι
IDX:
5276
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5277
Key:
Data
{'content': '<p>[κατα- 1.]</p> <p>3 pl. κατακείαται Il. 24.527.</p>'}