Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

καταθήσω
καταθνῄσκω
καταθνητός
καταθύμιος
καταιβατός
καταικίζω
καταισχύνω
καταΐσχω
καταῖτυξ
κατακαίριος
κατακαίω
κατάκειμαι
κατακείρω
κατακείω
κατακῆαι
κατακλάω
κατακλίνω
κατακοιμάω
κατακοσμέω
κατακρῆθεν
κατακρύπτω
View word page
κατακαίω

[κατα- 5.]

3 sing. aor. κατέκηε Il. 7.418.

1 pl. subj. κατακήομεν Il. 6.333.

Infin. κατακῆαι Od. 10.533, Od. 11.46.

Contr. κακκῆαι Od. 11.74.

ShortDef

to burn down, burn completely

Debugging

Headword:
κατακαίω
Headword (normalized):
κατακαίω
Headword (normalized/stripped):
κατακαιω
IDX:
5275
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5276
Key:

Data

{'content': '<p>[κατα- 5.]</p> <p>3 sing. aor. κατέκηε Il. 7.418.</p> <p>1 pl. subj. κατακήομεν Il. 6.333.</p> <p>Infin. κατακῆαι Od. 10.533, Od. 11.46.</p> <p>Contr. κακκῆαι Od. 11.74.</p>'}