Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

καταθάπτω
καταθεῖναι
καταθείομεν
καταθείς
καταθέλγω
καταθήσω
καταθνῄσκω
καταθνητός
καταθύμιος
καταιβατός
καταικίζω
καταισχύνω
καταΐσχω
καταῖτυξ
κατακαίριος
κατακαίω
κατάκειμαι
κατακείρω
κατακείω
κατακῆαι
κατακλάω
View word page
καταικίζω

[contr. fr. καταεικίζω. κατα- 5.]

3 sing. pf. pass. κατῄκισται.

ShortDef

to wound severely, to spoil utterly

Debugging

Headword:
καταικίζω
Headword (normalized):
καταικίζω
Headword (normalized/stripped):
καταικιζω
IDX:
5270
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5271
Key:

Data

{'content': '<p>[contr. fr. καταεικίζω. κατα- 5.]</p> <p>3 sing. pf. pass. κατῄκισται.</p>'}