Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

καταδύω
καταείσατο
καταέννυμι
καταζαίνω
καταθάπτω
καταθεῖναι
καταθείομεν
καταθείς
καταθέλγω
καταθήσω
καταθνῄσκω
καταθνητός
καταθύμιος
καταιβατός
καταικίζω
καταισχύνω
καταΐσχω
καταῖτυξ
κατακαίριος
κατακαίω
κατάκειμαι
View word page
καταθνῄσκω

[κατα- 5.]

Contr. 3 aor. κάτθανε Il. 9.320, Il. 21.107.

3 pl. pf. κατατεθνήκασι Il. 15.664.

3 sing. opt. κατατεθναίη Od. 4.224.

Pple. κατατεθνηώς,-ῶτος Il. 6.89, 409, Il. 10.343, 387, Il. 16.526, 565, 369, Il. 18.540, Il. 22.164, Il. 23.331: Od. 10.530, Od. 11.37, 147, 541, 564, 567, Od. 22.448.

Genit. sing. fem. κατατεθνηυίης Od. 11.84, 141, 205.

ShortDef

die (poet.)

Debugging

Headword:
καταθνῄσκω
Headword (normalized):
καταθνῄσκω
Headword (normalized/stripped):
καταθνησκω
IDX:
5266
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5267
Key:

Data

{'content': '<p>[κατα- 5.]</p> <p>Contr. 3 aor. κάτθανε Il. 9.320, Il. 21.107.</p> <p>3 pl. pf. κατατεθνήκασι Il. 15.664.</p> <p>3 sing. opt. κατατεθναίη Od. 4.224.</p> <p>Pple. κατατεθνηώς,-ῶτος Il. 6.89, 409, Il. 10.343, 387, Il. 16.526, 565, 369, Il. 18.540, Il. 22.164, Il. 23.331: Od. 10.530, Od. 11.37, 147, 541, 564, 567, Od. 22.448.</p> <p>Genit. sing. fem. κατατεθνηυίης Od. 11.84, 141, 205.</p>'}