Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
καταδέρκομαι
καραδεύω
καταδέω
καταδημοβορέω
καταδράθω
καταδύω
καταείσατο
καταέννυμι
καταζαίνω
καταθάπτω
καταθεῖναι
καταθείομεν
καταθείς
καταθέλγω
καταθήσω
καταθνῄσκω
καταθνητός
καταθύμιος
καταιβατός
καταικίζω
καταισχύνω
View word page
καταθεῖναι
aor. infin. κατατίθημι.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
καταθεῖναι
Headword (normalized):
καταθεῖναι
Headword (normalized/stripped):
καταθειναι
IDX:
5261
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5262
Key:
Data
{'content': '<p>aor. infin. κατατίθημι.</p>'}