Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

καταδαρθάνω
καταδέρκομαι
καραδεύω
καταδέω
καταδημοβορέω
καταδράθω
καταδύω
καταείσατο
καταέννυμι
καταζαίνω
καταθάπτω
καταθεῖναι
καταθείομεν
καταθείς
καταθέλγω
καταθήσω
καταθνῄσκω
καταθνητός
καταθύμιος
καταιβατός
καταικίζω
View word page
καταθάπτω

[κατα- 5.]

Contr. aor. infin. κατθάψαι Il. 24.611.

To pay funeral rites to (a corpse): τὸν καταθάπτειν ὅς κε θάνῃσιν Il. 19.228. Cf. Il. 24.611.

ShortDef

to bury

Debugging

Headword:
καταθάπτω
Headword (normalized):
καταθάπτω
Headword (normalized/stripped):
καταθαπτω
IDX:
5260
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5261
Key:

Data

{'content': '<p>[κατα- 5.]</p> <p>Contr. aor. infin. κατθάψαι Il. 24.611.</p> <p>To pay funeral rites to (a corpse): τὸν καταθάπτειν ὅς κε θάνῃσιν Il. 19.228. Cf. Il. 24.611.</p>'}