Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

καταδάπτω
καταδαρθάνω
καταδέρκομαι
καραδεύω
καταδέω
καταδημοβορέω
καταδράθω
καταδύω
καταείσατο
καταέννυμι
καταζαίνω
καταθάπτω
καταθεῖναι
καταθείομεν
καταθείς
καταθέλγω
καταθήσω
καταθνῄσκω
καταθνητός
καταθύμιος
καταιβατός
View word page
καταζαίνω

[κατ-, κατα- 5 + ἀζαίνω + ἄζω.]

3 sing. pa. iterative καταζήνασκε.

ShortDef

to make quite dry, parch quite up

Debugging

Headword:
καταζαίνω
Headword (normalized):
καταζαίνω
Headword (normalized/stripped):
καταζαινω
IDX:
5259
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5260
Key:

Data

{'content': '<p>[κατ-, κατα- 5 + ἀζαίνω + ἄζω.]</p> <p>3 sing. pa. iterative καταζήνασκε.</p>'}