Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κατάγω
καταδάπτω
καταδαρθάνω
καταδέρκομαι
καραδεύω
καταδέω
καταδημοβορέω
καταδράθω
καταδύω
καταείσατο
καταέννυμι
καταζαίνω
καταθάπτω
καταθεῖναι
καταθείομεν
καταθείς
καταθέλγω
καταθήσω
καταθνῄσκω
καταθνητός
καταθύμιος
View word page
καταέννυμι

[κατα- 5.]

3 pl. impf. καταείνυσαν (-ϝεσνυ). (u.l. καταείνυον) Il. 23.135.

Neut. pf. pple. pass. καταειμένον Od. 13.351.

Acc. sing. καταειμένον Od. 19.431.

To cover as with clothing: θριξὶ πάντα νέκυν καταείνυσαν Il. 23.135.

In pass., to be so covered: ὄρος καταειμένον ὕλῃ Od. 13.351, Od. 19.431.

ShortDef

clothe, cover

Debugging

Headword:
καταέννυμι
Headword (normalized):
καταέννυμι
Headword (normalized/stripped):
καταεννυμι
IDX:
5258
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5259
Key:

Data

{'content': '<p>[κατα- 5.]</p> <p>3 pl. impf. καταείνυσαν (-ϝεσνυ). (u.l. καταείνυον) Il. 23.135.</p> <p>Neut. pf. pple. pass. καταειμένον Od. 13.351.</p> <p>Acc. sing. καταειμένον Od. 19.431.</p> <p>To cover as with clothing: θριξὶ πάντα νέκυν καταείνυσαν Il. 23.135.</p> <p>In pass., to be so covered: ὄρος καταειμένον ὕλῃ Od. 13.351, Od. 19.431.</p>'}