Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
κατάγνυμι
κατάγω
καταδάπτω
καταδαρθάνω
καταδέρκομαι
καραδεύω
καταδέω
καταδημοβορέω
καταδράθω
καταδύω
καταείσατο
καταέννυμι
καταζαίνω
καταθάπτω
καταθεῖναι
καταθείομεν
καταθείς
καταθέλγω
καταθήσω
καταθνῄσκω
καταθνητός
View word page
καταείσατο
3 sing. aor. mid. καθίημι2.
ShortDef
had sped
Debugging
Headword:
καταείσατο
Headword (normalized):
καταείσατο
Headword (normalized/stripped):
καταεισατο
IDX:
5257
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5258
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. mid. καθίημι2.</p>'}