Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

καταβήσεται
καταβλώσκω
¨καταβρόχω
καταγηράσκω
καταγινέω
κατάγνυμι
κατάγω
καταδάπτω
καταδαρθάνω
καταδέρκομαι
καραδεύω
καταδέω
καταδημοβορέω
καταδράθω
καταδύω
καταείσατο
καταέννυμι
καταζαίνω
καταθάπτω
καταθεῖναι
καταθείομεν
View word page
καραδεύω

[κατα- 5 + δεύω1.]

To wet through: πολλάκι μοι κατέδευσας χιτῶνα Il. 9.490.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καραδεύω
Headword (normalized):
καραδεύω
Headword (normalized/stripped):
καραδευω
IDX:
5252
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5253
Key:

Data

{'content': '<p>[κατα- 5 + δεύω1.]</p> <p>To wet through: πολλάκι μοι κατέδευσας χιτῶνα Il. 9.490.</p>'}