Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

καταβάλλω
καταβάς
καταβήμεναι
καταβήσεται
καταβλώσκω
¨καταβρόχω
καταγηράσκω
καταγινέω
κατάγνυμι
κατάγω
καταδάπτω
καταδαρθάνω
καταδέρκομαι
καραδεύω
καταδέω
καταδημοβορέω
καταδράθω
καταδύω
καταείσατο
καταέννυμι
καταζαίνω
View word page
καταδάπτω

[κατα- 5.]

3 pl. aor. κατέδαψαν Od. 3.259.

Infin. καταδάψαι Il. 22.339.

To devour. Of dogs Il. 22.339.

Of dogs and birds of prey Od. 3.259.

Fig., in pass., to be torn or distressed: καταδάπτεταί μευ ἦτορ Od. 16.92.

ShortDef

to rend in pieces, devour

Debugging

Headword:
καταδάπτω
Headword (normalized):
καταδάπτω
Headword (normalized/stripped):
καταδαπτω
IDX:
5249
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5250
Key:

Data

{'content': '<p>[κατα- 5.]</p> <p>3 pl. aor. κατέδαψαν Od. 3.259.</p> <p>Infin. καταδάψαι Il. 22.339.</p> <p>To devour. Of dogs Il. 22.339.</p> <p>Of dogs and birds of prey Od. 3.259.</p> <p>Fig., in pass., to be torn or distressed: καταδάπτεταί μευ ἦτορ Od. 16.92.</p>'}