Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κατά
καταβαίνω
καταβάλλω
καταβάς
καταβήμεναι
καταβήσεται
καταβλώσκω
¨καταβρόχω
καταγηράσκω
καταγινέω
κατάγνυμι
κατάγω
καταδάπτω
καταδαρθάνω
καταδέρκομαι
καραδεύω
καταδέω
καταδημοβορέω
καταδράθω
καταδύω
καταείσατο
View word page
κατάγνυμι

[κατ-, κατα- 5.]

3 sing. aor. κατέαξε Od. 9.283.

1 pl. κατεάξαμεν Il. 13.257.

To break in pieces, shiver: ἔγχος Il. 13.257.

To wreck (a ship): νέα Od. 9.283.

ShortDef

to break in pieces, shatter, shiver, crack

Debugging

Headword:
κατάγνυμι
Headword (normalized):
κατάγνυμι
Headword (normalized/stripped):
καταγνυμι
IDX:
5247
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5248
Key:

Data

{'content': '<p>[κατ-, κατα- 5.]</p> <p>3 sing. aor. κατέαξε Od. 9.283.</p> <p>1 pl. κατεάξαμεν Il. 13.257.</p> <p>To break in pieces, shiver: ἔγχος Il. 13.257.</p> <p>To wreck (a ship): νέα Od. 9.283.</p>'}