Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
κάσχεθε
κατά
καταβαίνω
καταβάλλω
καταβάς
καταβήμεναι
καταβήσεται
καταβλώσκω
¨καταβρόχω
καταγηράσκω
καταγινέω
κατάγνυμι
κατάγω
καταδάπτω
καταδαρθάνω
καταδέρκομαι
καραδεύω
καταδέω
καταδημοβορέω
καταδράθω
καταδύω
View word page
καταγινέω
[κατ-, κατα- 1.]
To fetch, bring, carry, down: ἀπʼ ὀρέων ὕλην Od. 10.104.
ShortDef
to bring down
Debugging
Headword:
καταγινέω
Headword (normalized):
καταγινέω
Headword (normalized/stripped):
καταγινεω
IDX:
5246
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5247
Key:
Data
{'content': '<p>[κατ-, κατα- 1.]</p> <p>To fetch, bring, carry, down: ἀπʼ ὀρέων ὕλην Od. 10.104.</p>'}