Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

καστορνῦσα
κάσχεθε
κατά
καταβαίνω
καταβάλλω
καταβάς
καταβήμεναι
καταβήσεται
καταβλώσκω
¨καταβρόχω
καταγηράσκω
καταγινέω
κατάγνυμι
κατάγω
καταδάπτω
καταδαρθάνω
καταδέρκομαι
καραδεύω
καταδέω
καταδημοβορέω
καταδράθω
View word page
καταγηράσκω

[κατα- 5.]

From καταγηράω

3 sing. impf. κατεγήρα Od. 9.510.

ShortDef

to grow old

Debugging

Headword:
καταγηράσκω
Headword (normalized):
καταγηράσκω
Headword (normalized/stripped):
καταγηρασκω
IDX:
5245
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5246
Key:

Data

{'content': '<p>[κατα- 5.]</p> <p>From καταγηράω</p> <p>3 sing. impf. κατεγήρα Od. 9.510.</p>'}