Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κασσίτερος
καστορνῦσα
κάσχεθε
κατά
καταβαίνω
καταβάλλω
καταβάς
καταβήμεναι
καταβήσεται
καταβλώσκω
¨καταβρόχω
καταγηράσκω
καταγινέω
κατάγνυμι
κατάγω
καταδάπτω
καταδαρθάνω
καταδέρκομαι
καραδεύω
καταδέω
καταδημοβορέω
View word page
¨καταβρόχω

[κατα- 5 + βρόχω, to swallow.]

3 sing. aor. opt. καταβρόξειε. (ἀνα-)

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
¨καταβρόχω
Headword (normalized):
̈καταβρόχω
Headword (normalized/stripped):
̈καταβροχω
IDX:
5244
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5245
Key:

Data

{'content': '<p>[κατα- 5 + βρόχω, to swallow.]</p> <p>3 sing. aor. opt. καταβρόξειε. (ἀνα-)</p>'}