Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
κασιγνήτη
κασίγνητος
κασσίτερος
καστορνῦσα
κάσχεθε
κατά
καταβαίνω
καταβάλλω
καταβάς
καταβήμεναι
καταβήσεται
καταβλώσκω
¨καταβρόχω
καταγηράσκω
καταγινέω
κατάγνυμι
κατάγω
καταδάπτω
καταδαρθάνω
καταδέρκομαι
καραδεύω
View word page
καταβήσεται
3 sing. aor. subj. mid. καταβαίνω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
καταβήσεται
Headword (normalized):
καταβήσεται
Headword (normalized/stripped):
καταβησεται
IDX:
5242
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5243
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. subj. mid. καταβαίνω.</p>'}