Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

καρχαλέος
καρχαρόδους
κασιγνήτη
κασίγνητος
κασσίτερος
καστορνῦσα
κάσχεθε
κατά
καταβαίνω
καταβάλλω
καταβάς
καταβήμεναι
καταβήσεται
καταβλώσκω
¨καταβρόχω
καταγηράσκω
καταγινέω
κατάγνυμι
κατάγω
καταδάπτω
καταδαρθάνω
View word page
καταβάς

aor. pple. καταβαίνω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταβάς
Headword (normalized):
καταβάς
Headword (normalized/stripped):
καταβας
IDX:
5240
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5241
Key:

Data

{'content': '<p>aor. pple. καταβαίνω.</p>'}