Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κάρφω
καρχαλέος
καρχαρόδους
κασιγνήτη
κασίγνητος
κασσίτερος
καστορνῦσα
κάσχεθε
κατά
καταβαίνω
καταβάλλω
καταβάς
καταβήμεναι
καταβήσεται
καταβλώσκω
¨καταβρόχω
καταγηράσκω
καταγινέω
κατάγνυμι
κατάγω
καταδάπτω
View word page
καταβάλλω

[κατα- 1.]

3 sing. contr. aor. κάββαλε (καβ = κατα?) Il. 5.343, Il. 8.249, Il. 9.206, Il. 12.206: Od. 7.172, Od. 17.302.

ShortDef

to throw down, overthrow

Debugging

Headword:
καταβάλλω
Headword (normalized):
καταβάλλω
Headword (normalized/stripped):
καταβαλλω
IDX:
5239
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5240
Key:

Data

{'content': '<p>[κατα- 1.]</p> <p>3 sing. contr. aor. κάββαλε (καβ = κατα?) Il. 5.343, Il. 8.249, Il. 9.206, Il. 12.206: Od. 7.172, Od. 17.302.</p>'}