Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κάρτος
¨καρτύνω
καρφαλέος
κάρφω
καρχαλέος
καρχαρόδους
κασιγνήτη
κασίγνητος
κασσίτερος
καστορνῦσα
κάσχεθε
κατά
καταβαίνω
καταβάλλω
καταβάς
καταβήμεναι
καταβήσεται
καταβλώσκω
¨καταβρόχω
καταγηράσκω
καταγινέω
View word page
κάσχεθε

3 sing. contr. aor. κατέχω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κάσχεθε
Headword (normalized):
κάσχεθε
Headword (normalized/stripped):
κασχεθε
IDX:
5236
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5237
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. contr. aor. κατέχω.</p>'}