Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κράτιστος
κάρτος
¨καρτύνω
καρφαλέος
κάρφω
καρχαλέος
καρχαρόδους
κασιγνήτη
κασίγνητος
κασσίτερος
καστορνῦσα
κάσχεθε
κατά
καταβαίνω
καταβάλλω
καταβάς
καταβήμεναι
καταβήσεται
καταβλώσκω
¨καταβρόχω
καταγηράσκω
View word page
καστορνῦσα

contr. fem. pres. pple. See καταστορέννυμι.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καστορνῦσα
Headword (normalized):
καστορνῦσα
Headword (normalized/stripped):
καστορνυσα
IDX:
5235
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5236
Key:

Data

{'content': '<p>contr. fem. pres. pple. See καταστορέννυμι.</p>'}