Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

καρρέζουσα
καρτερόθυμος
καρτερός
κράτιστος
κάρτος
¨καρτύνω
καρφαλέος
κάρφω
καρχαλέος
καρχαρόδους
κασιγνήτη
κασίγνητος
κασσίτερος
καστορνῦσα
κάσχεθε
κατά
καταβαίνω
καταβάλλω
καταβάς
καταβήμεναι
καταβήσεται
View word page
κασιγνήτη

-ης, ἡ

[fem. of κασίγνητος.]

ShortDef

a sister

Debugging

Headword:
κασιγνήτη
Headword (normalized):
κασιγνήτη
Headword (normalized/stripped):
κασιγνητη
IDX:
5232
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5233
Key:

Data

{'content': '<p>-ης, ἡ</p> <p>[fem. of κασίγνητος.]</p>'}