Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
καρπάλιμος
καρπαλίμως
καρπός
καρπός
καρρέζουσα
καρτερόθυμος
καρτερός
κράτιστος
κάρτος
¨καρτύνω
καρφαλέος
κάρφω
καρχαλέος
καρχαρόδους
κασιγνήτη
κασίγνητος
κασσίτερος
καστορνῦσα
κάσχεθε
κατά
καταβαίνω
View word page
καρφαλέος
[κάρφω.]
ShortDef
dry, parched
Debugging
Headword:
καρφαλέος
Headword (normalized):
καρφαλέος
Headword (normalized/stripped):
καρφαλεος
IDX:
5228
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5229
Key:
Data
{'content': '<p>[κάρφω.]</p>'}